- παραγγελματικως
- παραγγελματικῶςπαρ-αγγελμᾰτικῶςповелительно, властно
(ἀξιοῦν τι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀξιοῦν τι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραγγελματικῶς — παραγγελματικός concerned with rules adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελματικός — ή, όν, Α [παράγγελμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα. επίρρ... παραγγελματικῶς Α με νουθεσίες, με παραινέσεις … Dictionary of Greek